- ἐμπροσθίως
- ἐμπρόσθιοςforeadverbialἐμπρόσθιοςforemasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπρόσθιος — α, ο (AM ἐμπρόσθιος, ον) αυτός που βρίσκεται μπροστά, πρόσθιος, μπροστινός αρχ. αστρον. αυτός που προηγείται στην ημερήσια κίνηση τού ουρανού. επίρρ... εμπροσθίως κατά το εμπρόσθιο μέρος, από εμπρός … Dictionary of Greek